τετραποδίζω

τετραποδίζω
τετραπόδισα
1. βαδίζω με τα τέσσερα, μπουσουλάω.
2. (για ζώα), προχωρώ βάδην.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετραποδίζω — ΝΑ [τετράπους, οδος] βαδίζω στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια, περπατώ με τα τέσσερα, μπουσουλώ («τὸ πρῶτον παιδίον ὤν ἕρπει τετραποδίζων», Αριστοτ.) νεοελλ. (για ιπποειδή) προχωρώ βάδην …   Dictionary of Greek

  • τετραποδίζει — τετραποδίζω go on all fours pres ind mp 2nd sg τετραποδίζω go on all fours pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραποδίζον — τετραποδίζω go on all fours pres part act masc voc sg τετραποδίζω go on all fours pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραποδίζειν — τετραποδίζω go on all fours pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραποδίζων — τετραποδίζω go on all fours pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραποδισμός — ο, ΝΑ [τετραποδίζω] το βάδισμα με τα τέσσερα, το μπουσούλημα νεοελλ. (για ιπποειδή) το βάδισμα που γίνεται καθώς το ζώο σηκώνει και κατεβάζει τα πόδια διαδοχικά …   Dictionary of Greek

  • τετραποδίσας — τετραποδίσᾱς , τετραποδίζω go on all fours aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”